ἀτόπου

ἀτόπου
ἄτοπος
out of place
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απαγωγή — η 1. αρπαγή ανθρώπου: Στην απαγωγή του παιδιού είχε και συνένοχο. 2. (γυμν.), κίνηση κάποιου μέλους του σώματος προς τα έξω: Απαγωγή των χεριών! 3. (λογ.), συλλογιστική μέθοδος (λέγεται και παραγωγή) που από το γενικό πάει στο μερικό· (μαθ.), «σε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”